αὐτῆμαρ

αὐτῆμαρ
αὐτῆμαρ
on the self-same day
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αυτήμαρ — αὐτῆμαρ επίρρ. (Α) [ήμαρ] την ίδια μέρα, αυθημερόν …   Dictionary of Greek

  • ήμαρ — ἦμαρ, δωρ. και αρκ. τ. ἆμαρ, τὸ (Α) 1. η ημέρα («νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. (ως επίρρ.) ἦμαρ κατά τη διάρκεια τής ημέρας 3. φρ. α) «μέσον ἦμαρ» μεσημέρι β) «δείελον ἦμαρ» δειλινό γ) «ἐπ ἤματι» i) καθημερινά ii) κατά το διάστημα τής ημέρας… …   Dictionary of Greek

  • είπερ — εἴπερ και εἰ περ (Α) 1. αν πράγματι («εἴπερ γάρ τε χόλον και αὐτῆμαρ καταπέψῃ» αν πράγματι πάψει την οργή του) 2. και αν ακόμη («εἴ περ ἀδείης τ ἐστι» και αν ακόμη είναι άπειρος, κι αν ακόμη δεν έχει ιδέα) 3. εάν δηλαδή (ενώ στην πραγματικότητα… …   Dictionary of Greek

  • καταπέσσω — και αττ. τ. καταπέττω (Α) (επιτ. τ. τού πέσσω ή πέττω) 1. χωνεύω εντελώς 2. μτφ. κρατώ κάτι μέσα μου, καταπίνω, δεν αφήνω να εκδηλωθεί 3. καταπραύνω (α. «εἴπερ χόλον γε καὶ αὐτῆμαρ καταπέψῃ» κι αν βέβαια την ίδια μέρα καταπραΰνει, μαλάξει την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”